- συνδακτυλία
- η, Ν1. ιατρ. συγγενής διαμαρτία διάπλασης που χαρακτηρίζεται από την απουσία διαχωρισμού τών δακτύλων τών χεριών και τών ποδιών2. (κτην.) χαρακτηριστικό τών ζωικών ειδών τα οποία έχουν δάκτυλα ενωμένα μεταξύ τους ή ολοκληρωτικά ή σε ένα μέρος τού μήκους τους, χαρακτηριστικό το οποίο παρατηρείται ιδιαίτερα στον χοίρο, όπου είναι υπερέχον, και στα βοοειδή, όπου είναι υποτελές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syndactylia < συν-* + δάκτυλος + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.